duaranga
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duaranga | duarangaj |
αιτιατική | duarangan | duarangajn |
duaranga (eo)
- la lando estas la duaranga eksportanto de kupro
- η χώρα είναι ο δεύτερος εξαγωγέας χαλκού