eŭnuko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eŭnuko | eŭnukoj |
αιτιατική | eŭnukon | eŭnukojn |
eŭnuko (eo)
- ο ευνούχος