earn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας earn
γ΄ ενικό ενεστώτα earns
αόριστος earned
παθητική μετοχή earned
ενεργητική μετοχή earning

Ρήμα[επεξεργασία]

earn (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Αγγλοσαξονικά (ang)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

earn (ang)



Δυτικά φριζικά (fy)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

earn (fy)