effluve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
effluve | effluves |
effluve (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- η οσμή ενός οποιουδήποτε σώματος
- η ευωδία
- (μεταφορικά, λογοτεχνικό) η αναθυμίαση