effluve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

effluve < λατινική effluvium

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.flyv/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
effluve effluves

effluve (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. η οσμή ενός οποιουδήποτε σώματος
  2. η ευωδία
  3. (μεταφορικά, λογοτεχνικό) η αναθυμίαση