en amont
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- en amont < amont
Επίρρημα[επεξεργασία]
en amont (fr)
- προς το πάνω μέρος ενός ποταμού, προς την πηγή
- (μεταφορικά) (για μια διαδικασία) νωρίτερα, σε ένα στάδιο που προηγείται του σταδίου για το οποίο γίνεται λόγος