engagement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
engagement (en)
- η δέσμευση, η υποχρέωση, κάτι που έχω δεσμευτεί/υποσχεθεί να κάνω
- ο αρραβώνας
- η εμπλοκή στρατιωτικών δυνάμεων, σύγκρουση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
engagement | engagements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
engagement (fr) αρσενικό
- η υπόσχεση, η αφιέρωση κάποιου σε κάτι, η δέσμευση
- (αθλητισμός) η εισαγωγή μιας μπάλας στο γήπεδο, η αρχή ενός παιχνιδιού
- (στρατιωτικός όρος) η στράτευση, η εμπλοκή