ensorcellement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ensorcellement ensorcellements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ensorcellement (fr) αρσενικό

  1. τα μάγια, το ξόρκι
  2. (μεταφορικά) η ακατανίκητη γοητεία

Συγγενικά[επεξεργασία]