enterrement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- enterrement < enterrer
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
enterrement | enterrements |
enterrement (fr) αρσενικό
- η ταφή, ο ενταφιασμός
- Enterrement sans pompe.
- Enterrement religieux.
- Enterrement civil.
- Aller à l’enterrement d’une personne.
- Être prié à un enterrement.
- Billet d’enterrement.
- Assister à un enterrement.
- η κηδεία
- Voir passer un enterrement.
- Être d’un enterrement.
- Être d’enterrement.
- (οικείο) θλιβερός, βλοσυρός
- Une figure d’enterrement - ένα θλιβερό, βλοσυρό πρόσωπο
- (οικείο) η οριστική εγκατάλειψη
- l’enterrement d’un projet. - ο ενταφιασμός ενός σχεδίου
- ≈ συνώνυμα: effondrement, fin, mort
- l’enterrement d’un projet. - ο ενταφιασμός ενός σχεδίου