entrepreneur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
entrepreneur | entrepreneurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
entrepreneur (en)
- (επάγγελμα) ο/η επιχειρηματίας
- ↪ He succeeded because he is a daring entrepreneur.
- Πέτυχε, γιατί είναι τολμηρός επιχειρηματίας.
- ↪ He succeeded because he is a daring entrepreneur.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
entrepreneur (fr)