entrepreneur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
entrepreneur entrepreneurs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

entrepreneur (en)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

entrepreneur (fr)

  1. ο επιχειρηματίας
  2. ο εργολάβος