fédéraliste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fédéraliste | fédéralistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fédéraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- οπαδός της ομοσπονδιακής οργάνωσης πολλών κρατών