fajfilego
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fajfilego | fajfilegoj |
αιτιατική | fajfilegon | fajfilegojn |
fajfilego (eo)
- η σειρήνα, ο συναγερμός