fido
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fido | fidoj |
αιτιατική | fidon | fidojn |
fido (eo)
- η πίστη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fido | fidoj |
αιτιατική | fidon | fidojn |
fido (eo)