financkrizo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- financkrizo < financa (οικονομικός, χρηματικός) + krizo (κρίση)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | financkrizo | financkrizoj |
αιτιατική | financkrizon | financkrizojn |
financkrizo (eo)
- η οικονομική ή χρηματική κρίση