flameco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flameco | flamecoj |
αιτιατική | flamecon | flamecojn |
flameco (eo)
- εκνευρισμός, κατάσταση κατά την οποία κάποιος έχει « πάρει φωτιά »