frite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
frite | frites |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
frite (fr) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- avoir la frite: έχω όρεξη για κάτι, είμαι γεμάτος ενθουσιασμό, ζωντάνια, ζωή