frite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
frite frites

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

frite (fr) θηλυκό

  1. στενόμακρη τηγανητή πατάτα
  2. το μακαρόνι κολύμβησης

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  1. avoir la frite: έχω όρεξη για κάτι, είμαι γεμάτος ενθουσιασμό, ζωντάνια, ζωή
     συνώνυμα: avoir la patate, avoir la pêche