funérarium
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- funérarium < funérailles κατά το crématorium και άλλες λέξεις σε -um
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
funérarium | funérariums |
funérarium (fr) αρσενικό
- αίθουσα τελετών όπου συγκεντρώνονται τα μέλη της οικογένειας ενός νεκρού πριν ή μετά τον ενταφιασμό