funeste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
funeste | funestes |
Επίθετο[επεξεργασία]
funeste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) θανατικός, θανατηφόρος
- ολέθριος, καταστρεπτικός, τραγικός
- funeste à: μοιραίος