gleam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gleam | gleams |
gleam (en) (συνήθως ενικός)
- η λάμψη, ένα χλωμό καθαρό φως, που συχνά αντανακλάται από κάτι
- ↪ the gleam of the moon on the snow/water - η λάμψη του φεγγαριού πάνω στο χιόνι/στο νερό
- η λάμψη, μια έκφραση ενός συγκεκριμένου συναισθήματος που φαίνεται στα μάτια κάποιου
- ↪ She had a dangerous gleam in her eyes.
- Είχα μια επικίνδυνη λάμψη στα μάτια της.
- ↪ She had a dangerous gleam in her eyes.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | gleam |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gleams |
αόριστος | gleamed |
παθητική μετοχή | gleamed |
ενεργητική μετοχή | gleaming |
gleam (en)
- (αμετάβατο) λάμπω με ένα χλομό καθαρό φως
- (αμετάβατο) λάμπω, για μάτια που δείχνουν κάποιο συναίσθημα
- ↪ Her eyes gleamed with happiness.
- Τα μάτια της λάμπουν από ευτυχία.
- ↪ Her eyes gleamed with happiness.
Πηγές[επεξεργασία]
- gleam (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- gleam (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 492, 492-493. ISBN 9780194325684., λήμμα: λάμπω, λάμψη