gouvernail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gouvernail | gouvernails |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gouvernail < λατινική gubernaculum, κουπί
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɡu.vɛʁ.naj/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gouvernail (fr) αρσενικό
- το πηδάλιο ενός πλοίου, το τιμόνι
- (μεταφορικά) οτιδήποτε επιτρέπει το χειρισμό μιας υπόθεσης