handcuff
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
handcuff | handcuffs |
handcuff (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | handcuff |
γ΄ ενικό ενεστώτα | handcuffs |
αόριστος | handcuffed |
παθητική μετοχή | handcuffed |
ενεργητική μετοχή | handcuffing |
handcuff (en)
- περνάω χειροπέδες σε κάποιον
- ↪ I handcuff somebody.
- Περνώ χειροπέδες σε κάποιον.
- ↪ I handcuff somebody.
Πηγές[επεξεργασία]
- handcuff - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ