homme-orchestre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

homme-orchestre < homme + orchestre

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɔm‿ɔʁ.kɛstʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
homme-orchestre hommes-orchestres

homme-orchestre (fr) αρσενικό

  1. μουσικός που παίζει πολλά όργανα στα πανηγύρια
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος που μπορεί να κάνει πολλές δουλειές σε κάποιον τομέα ή επιχείρηση