homme-orchestre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɔm‿ɔʁ.kɛstʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
homme-orchestre | hommes-orchestres |
homme-orchestre (fr) αρσενικό
- μουσικός που παίζει πολλά όργανα στα πανηγύρια
- (μεταφορικά) άνθρωπος που μπορεί να κάνει πολλές δουλειές σε κάποιον τομέα ή επιχείρηση