indépendance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- indépendance < indépendant
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
indépendance | indépendances |
indépendance (fr) θηλυκό