inflammation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inflammation | inflammations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
inflammation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η φλεγμονή, η φλόγωση
- ↪ medicinal substances which suppress inflammation - φαρμακευτικές ουσίες που καταστέλλουν τις φλεγμονές
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
inflammation (fr) αρσενικό ή θηλυκό