insoupçonné
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | insoupçonné | insoupçonnés |
θηλυκό | insoupçonnée | insoupçonnées |
Επίθετο[επεξεργασία]
insoupçonné (fr)
- που δεν υποψιαζόμαστε την ύπαρξή του, ανυποψίαστος