izin vermek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

izin vermek < izin (άδεια) + vermek (δίνω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈzin veɾˈmɛc/

Ρήμα[επεξεργασία]

izin vermek (tr)

Κλίση[επεξεργασία]