jardinerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jardinerie | jardineries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jardinerie (fr) θηλυκό
- κατάστημα ειδών κηπουρικής
ενικός | πληθυντικός |
jardinerie | jardineries |
jardinerie (fr) θηλυκό