jeté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- jeté < jeter
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jeté | jetés |
jeté (fr) αρσενικό
- (άρση βαρών) το ζετέ
- (χορογραφία) πήδημα κατά το οποίο ο χορευτής ή η χορεύτρια φεύγει από το έδαφος με το ένα πόδι και ξανακουμπά το έδαφος με το άλλο
- (πλεκτό) κλωστή που περνά ανάμεσα σε δύο θηλιές
- το σεμεδάκι
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | jeté | jetés |
θηλυκό | jetée | jetées |
jeté (fr)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
jeté (fr)