kancelierino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kancelierino < kancelier- + -in- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kancelierino | kancelierinoj |
αιτιατική | kancelierinon | kancelierinojn |
kancelierino (eo)