landslide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
landslide | landslides |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
landslide (en)
- (γεωλογία) η κατολίσθηση, η καθίζηση
- ↪ The road was closed due to landslides.
- Η οδός έκλεισε λόγω κατολισθήσεων.
- ↪ The landslide caused cracks in a lot of buildings.
- H καθίζηση προκάλεσε ρήγματα σε πολλά κτίρια.
- ↪ The road was closed due to landslides.
- νίκη σε εκλογές με μεγάλη διαφορά από τον αντίπαλο