landslide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
landslide landslides

Ετυμολογία [επεξεργασία]

landslide < land + slide

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

landslide (en)

  1. (γεωλογία) η κατολίσθηση, η καθίζηση
    The road was closed due to landslides.
    Η οδός έκλεισε λόγω κατολισθήσεων.
    The landslide caused cracks in a lot of buildings.
    H καθίζηση προκάλεσε ρήγματα σε πολλά κτίρια.
  2. νίκη σε εκλογές με μεγάλη διαφορά από τον αντίπαλο