larron
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
larron | larrons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
larron (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο ληστής
ενικός | πληθυντικός |
larron | larrons |
larron (fr) αρσενικό