letter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
letter letters

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

letter (en)

  1. η επιστολή, το γράμμα
    He wrote two letters.
    Έγραψε δύο επιστολές.
    My friends sent me a letter by mail.
    Οι φίλες μου μού έστειλαν ένα γράμμα ταχυδρομικά.
  2. το γράμμα του αλφαβήτου
    Fill out the applications with capital letters.
    Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.

Πηγές[επεξεργασία]



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

letter (nl) θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]