libropruntejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | libropruntejo | libropruntejoj |
αιτιατική | libropruntejon | libropruntejojn |
libropruntejo (eo)
- η δανειστική βιβλιοθήκη, το κτίριο όπου μπορεί κάποιος να δανειστεί βιβλία