pruntejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pruntejo | pruntejoj |
αιτιατική | pruntejon | pruntejojn |
pruntejo (eo)
- σαν δεύτερο συνθετικό: χώρος όπου μπορεί κανείς να δανειστεί κάτι, πχ. libropruntejo, δανειστική βιβλιοθήκη