lounge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lounge | lounges |
lounge (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | lounge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lounges |
αόριστος | lounged |
παθητική μετοχή | lounged |
ενεργητική μετοχή | lounging |
lounge (en)
- την αράζω, κάθομαι χαλαρός