môme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
môme | mômes |
môme (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
môme | mômes |
môme (fr) θηλυκό
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
môme | mômes |
môme (fr) αρσενικό ή θηλυκό