maître

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό maître maîtres
θηλυκό maîtresse maîtresses

Ετυμολογία [επεξεργασία]

maître < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική maistre < λατινική magister

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɛtʁ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

maître (fr) αρσενικό (θηλυκό maîtresse)

  1. ο δάσκαλος
  2. ο μετρ

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

  • maitre, maitresse (ορθογραφία του 1990)

Πηγές[επεξεργασία]