make sure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

make sure < → δείτε τις λέξεις make και sure

Έκφραση[επεξεργασία]

make sure (en) (ιδιωματισμός)

  1. φροντίζω, κοιτάζω, κάνω κάτι για να είμαι σίγουρος ότι κάτι άλλο συμβαίνει
    Make sure you do not break it/you are not late!
    Κοίτα να μην το σπάσεις/να μην αργήσεις!
    I make sure to always be on time.
    Φροντίζω να είμαι πάντα στην ώρα μου.
    Make sure nobody leaves without paying.
    Φρόντισε να μη φύγει κανείς χωρίς να πληρώσει.
    If it’s about a mistake, I’ll make sure to fix it.
    Αν πρόκειται για λάθος, θα φροντίσω να το διορθώσω.
  2. σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι, ελέγχω αν κάτι είναι αλήθεια ή έχει γίνει
    Before you leave, make sure the doors are locked.
    Πριν φύγεις σιγουρέψου ότι οι πόρτες είναι κλειδωμένες.
    Make sure the door is locked.
    Βεβαιώσου ότι η πόρτα είναι κλειδωμένη.
    I made sure he is telling the truth.
    Βεβαιώθηκα ότι λέει την αλήθεια.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]