making
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- making < (κληρονομημένο) μέση αγγλική making < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική macung
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
making | makings |
making (en)
- (μη μετρήσιμο) ο τρόπος κατασκευής, η φτιαξιά
- (ιδιωματισμός, μόνο πληθυντικός) η στόφα, τα ουσιώδη χαρακτηριστικά, έχω τα προσόντα που είναι απαραίτητα για να γίνω κάτι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
making (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του make
Πηγές[επεξεργασία]
- making - Oxford Learner's Dictionaries
- making (idioms): have the makings of something - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 637, 822-823. ISBN 9780194325684., λήμμα: ουσιώδης, στόφα
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ιδιωματισμοί (αγγλικά)
- Ρηματικοί τύποι (αγγλικά)