mal orthographié
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mal orthographié | mal orthographiés |
θηλυκό | mal orthographiée | mal orthographiées |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mal ɔʁ.tɔ.ɡʁa.fje/
Επίθετο[επεξεργασία]
mal orthographié (fr)
Μετοχή[επεξεργασία]
mal orthographié (fr)
- μετοχή αορίστου του ρήματος mal orthographier: ανορθογραφημένος