malaliĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malaliĝo | malaliĝoj |
αιτιατική | malaliĝon | malaliĝojn |
malaliĝo (eo)
- διακοπή συνδρομής (σε εφημερίδα, περιοδικό, κλπ.)