maniero

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

maniero < manier + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική maniero manieroj
αιτιατική manieron manierojn

maniero (eo)

necesas ŝanĝo en la maniero pensi, χρειάζεται αλλαγή του τρόπου σκέψης