matenmanĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | matenmanĝo | matenmanĝoj |
αιτιατική | matenmanĝon | matenmanĝojn |
matenmanĝo (eo)
- το πρόγευμα