material

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
material materials

material (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το υλικό, μια ουσία από την οποία μπορούν να γίνουν πράγματα
    building materials - οικοδομικά υλικά
    good/bad quality materials - καλής/κακής ποιότητας υλικά
    What material will you make the kitchen cabinets out of? Low-quality material.
    Από τι υλικό θα φτιάξεις τα ντουλάπια της κουζίνας; Ευτελές υλικό.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) η ύλη, το υλικό, πράγματα που χρειάζονται για να κάνω μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
    flammable/explosive materials - εύφλεκτες/εκρηκτικές ύλες
    materials and supplies - υλικά και εφόδια
    printed/advertising materials - έντυπο/διαφημιστικό υλικό
    war materials - πολεμικό υλικό
  3. (μη μετρήσιμο) το υλικό, η ύλη, οι πληροφορίες ή οι ιδέες από βιβλία κτλ.
    reading material - υλικό για διάβασμα
    material for discussion - υλικό για συζήτηση
    material for a story/film - υλικό για μια ιστορία/ένα φιλμ
    propaganda material - προπαγανδιστικό υλικό
    There was abundant photographic material.
    Βρέθηκε άφθονο φωτογραφικό υλικό.
    They were examined on the material taught.
    Εξετάστηκαν σε διδαγμένη ύλη.

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
material materiais

material (pt) αρσενικό

  1. το υλικό



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

material (ro)

  1. υλικό

Επίθετο[επεξεργασία]

material (ro)

  1. υλικός
     αντώνυμα: πνευματικός