means

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

means (en)

  1. (μετρήσιμο) το μέσο, κάτι που χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί ένας σκοπός
    by means of the press - δια μέσου του τύπου
    fraudulent/legal means - δόλια/νόμιμα μέσα
    Every legal means was used for his defense.
    Για την υπεράσπισή του χρησιμοποιήθηκε κάθε ένδικο μέσο.
  2. (μόνος πληθυντικός) χρηματικά μέσα, εισόδημα, χρήματα
    I do not have the means to buy it.
    Δεν έχω τα μέσα να το αγοράσω.
    We are living within our means./We are living beyond our means.
    Ζούμε μέσα στα όρια των εισοδημάτων μας./Ζούμε έξω από τα όρια των εισοδημάτων μας.

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

means (en)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

means (en)

Πηγές[επεξεργασία]