membreco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | membreco | membrecoj |
αιτιατική | membrecon | membrecojn |
membreco (eo)
- η ιδιότητα του να είναι κανείς μέλος