merluche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
merluche | merluches |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
merluche (fr) αρσενικό
- (ψάρι) o ξηρός και ανάλατος μπακαλιάρος
ενικός | πληθυντικός |
merluche | merluches |
merluche (fr) αρσενικό