miniature
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
miniature | miniatures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
miniature (fr) θηλυκό
- διακοσμητικό αρχικό γράμμα ενός κεφαλαίου σε μεσαιωνικά χειρόγραφα
- η μινιατούρα, η μικρογραφία