monaĥinejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- monaĥinejo < monaĥin(o) + ejo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monaĥinejo | monaĥinejoj |
αιτιατική | monaĥinejon | monaĥinejojn |
monaĥinejo (eo)
- μοναστήρι γυναικών