mulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mulo | muloj |
αιτιατική | mulon | mulojn |
mulo (eo)
- το μουλάρι
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mulo (io)
- το μουλάρι
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mulo (it)
- το μουλάρι