multobliĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | multobliĝo | multobliĝoj |
αιτιατική | multobliĝon | multobliĝojn |
multobliĝo (eo)
- μεγάλη αύξηση, πολλαπλασιασμός